- πετασών
- πετᾰσ-ών, ῶνος, ὁ,A ham, Ath.14.657e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πετασών — ῶνος, ὁ, Α το χειρομέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το πέτασος και απαντά και στη Λατινική με τη μορφή petaso] … Dictionary of Greek
πετασῶνος — πετασών ham masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԿԱՐԹԱՁՈՒԿՆ — (ձկան.) NBH 1 1068 Chronological Sequence: 7c գ. πέρνα, πετασών perna, petaso. Անուն խեցեմորթի յաստեղատան. *Այծեղջիւրն հպեալ դլփինի, եւ նա հպեալ սագին. անջրպետ միջակիտի, արդակ կարթաձկանն. Շիր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)